ἐνεόν

ἐνεόν
ἐνεός
dumb
masc acc sg
ἐνεός
dumb
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔνεον — νέω swim imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) νέω swim imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) νέω 1 swim imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) νέω 1 swim imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) νέω 2 spin… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”